- ηνιοστροφώ
- ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) [ηνιοστρόφος]μσν.1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ2. παθ. ἡνιοστροφοῡμαι, -έομαια) διευθύνομαιβ) παρασύρομαι από κάποιοναρχ.οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡνιοστροφῶ — ἡνιοστροφέω guide by reins pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἡνιοστροφέω guide by reins pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοστρόφῳ — ἡνιόστροφος charioteer masc dat sg ἡνιοστρόφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek